τριόδους

τριόδους
τρῐόδους, όδοντος, , ,
A with three teeth, three-pronged,

κρεάγρα LXX 1 Ki.2.13

.
II [full] τριόδους, , as Subst., = τρίαινα, trident, Pi.O. 9.30, I.8(7).37, Pae.4.43;

Ποσειδάνιος τ. B.Fr.6

; trident, leister, for spearing fish, Pl.Sph.220c, Epicr.7
, Arist.Fr.338, Thphr.Fr.178, Inscr.Délos 1408 D8 (ii B. C.), cf. AP11.126.
2 τ. πλάγιος, of the letter E, Agatho 4.4, Theodect.6.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριόδους — ο / τριόδους, οντος, ὁ και ἡ, ΝΑ, και τ. τριώδους, ο, Α νεοελλ. κολεόπτερο έντομο αρχ. 1. αυτός που έχει τρία δόντια, τρεις περόνες («κρεάγρα τριόδους», ΠΔ) 2. (το αρσ.) ο τριόδους α) η τρίαινα β) το καμάκι* γ) χειρουργικό εργαλείο δ) το… …   Dictionary of Greek

  • τριόδους — τρίοδος a meeting of three roads fem acc pl τριόδους with three teeth masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριοδόντων — τριόδους with three teeth masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντα — τριόδους with three teeth masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντας — τριόδους with three teeth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντες — τριόδους with three teeth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντι — τριόδους with three teeth masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντος — τριόδους with three teeth masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδουσι — τριόδους with three teeth masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδουσιν — τριόδους with three teeth masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριοδόντιον — τὸ, Α [τριόδους, οντος] μικρός τριόδους* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”